- μαστιγωτική
- μαστιγωτικόςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιγωτικός — ή, ό (Α μαστιγωτικός, ή, όν) αυτός που έχει χαρακτήρα μαστίγωσης («η κριτική τών βουλευτών ήταν μαστιγωτική για τους υπευθύνους») αρχ. (το θηλ. ως γλώσσα τού μάστειρα) αυτή που ζητεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω + κατάλ. ικός (πρβλ. ανανεωτ… … Dictionary of Greek